- κορυνιοεις
- κορυνιόειςκορῡνιόεις-όεσσα -όεν (pl. n κορυνιόεντα - v. l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный
(πέτηλα Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πέτηλα Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορυνιόεις — κορυνιόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. τού κορωνιόεις] … Dictionary of Greek
κορυνιόεντα — κορυνιόεις knobby neut nom/voc/acc pl κορυνιόεις knobby masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)